Δεν είναι μόνο ότι το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ «απουσίασε» για τρία χρόνια. Είναι και που, μέσα σε αυτά τα χρόνια, έμοιαζε ο χρόνος άλλοτε να απλώνεται πρωτόγνωρα κι άλλοτε να συμπυκνώνεται ασφυκτικά. Η έννοια της συγκυρίας εντός της οποίας γίνεται το 23ο Αντιρατσιστικό δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια σύντομη αναδρομή των 2-3 τελευταίων μηνών, η ανάγκη το Φεστιβάλ να αποτελέσει ξανά το χώρο όπου προβληματισμοί, κινήματα, αγώνες θα συναντηθούν δεν μπορεί παρά να μεταφραστεί σε μια αναδρομή στον οικουμενικό πανικό των τριών αυτών ετών, δεν μπορεί να μην αναζητήσει όχι μόνο το πού βρισκόμαστε, αλλά και το τι έχει αλλάξει και το τι πρέπει ακόμα να αλλάξουμε στο πώς μιλάμε, πώς οργανώνουμε τις αντιστάσεις και τις διεκδικήσεις μας, να αναδείξουμε τα αθέατα, αλλά και να αναστοχαστούμε πάνω σε όσα έμοιαζαν προφανή κι αυτονόητα.
Η χρονιά του 23ού αντιρατσιστικού φεστιβάλ, το 2022, μπορεί να είναι η δικιά μας εκατόχρονη επέτειος. Το 1922, ως έτος ξεριζωμού και προσφυγιάς, μας ενδιαφέρει βαθιά, το ιστορικό συνεχές «των αγωνιών και των αγώνων» των προσφύγων γενικότερα, αλλά και πιο ειδικά στη Θεσσαλονίκη μας συγκινεί και μας δίνει μια αίσθηση του πώς φτιάχτηκε και μεταλλάχθηκε η πόλη μας, η πόλη που «όσο υπάρχει, κανείς δεν θα είναι ανέστιος».
Γνωρίζουμε καλά, βέβαια, πως οι ιστορικές αναφορές καταδικάζονται σε ακαδημαϊσμό και θεωρητικισμό, αν δεν ψάχνουμε τις συνδέσεις, τις αναλογίες, τη συνέχεια μέσα στο χρόνο και μέχρι το εδώ και το τώρα. Θα μιλήσουμε για την προσφυγική και μεταναστευτική ιστορία της περιοχής, ακριβώς γιατί αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί και συνεχίζει να γράφεται. Θα μιλήσουμε για πολέμους και καταστροφές ενός αιώνα πριν, καθώς οι πόλεμοι δε σταμάτησαν και οι ανθρώπινες τραγωδίες είναι έργο σε εξέλιξη.
Θέλουμε να πούμε «όχι στον πόλεμο» και μέσω του Φεστιβάλ, θέλουμε όμως και -ψύχραιμα, αλλά όχι ψυχρά- να καταλάβουμε τι γίνεται στην Ουκρανία, πώς φτάσαμε στη βάρβαρη ιμπεριαλιστική ρωσική εισβολή, ποιες είναι ευθύνες του ΝΑΤΟ, τι επιτάσσει σε αυτή τη συνθήκη η αλληλεγγύη, αλλά και ποιες είναι οι υποχρεώσεις ενός αντιπολεμικού κινήματος σε μια χώρα όχι μακριά από τα πεδία του πολέμου κι όχι όσο απέχουσα θα ήθελε να πιστεύει από το γεωπολιτικό παιχνίδι που συμβαίνει στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Θέλουμε να μην ξεχάσουμε τους άλλους πολέμους, αυτούς που χάθηκαν ακόμα περισσότερο στις πίσω πίσω προτεραιότητες της επικαιρότητας – να μην ξεχάσουμε τη Συρία, το Αφγανιστάν, την Υεμένη, την Παλαιστίνη, την περιοχή του Σαχέλ. Χρειάζεται να μιλήσουμε ξανά (κι ας μοιάζουν καμιά φορά οι φωνές μας χαμένες στην έρημο) για τους πρόσφυγες αυτών των πολέμων, για τους εκτοπισμένους από τις βόμβες, τις υποτιθέμενες «φυσικές» καταστροφές και τη φτώχεια. Να μην κλείσουμε ποτέ τα μάτια στις παράνομες επαναπροωθήσεις, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις απαγωγές προσφύγων και τις απελάσεις, να μη συνηθίσουμε ποτέ τη φονική κανονικότητα των συνόρων, που επιβάλλουν τόσο η Frontex όσο και η αντιμεταναστευτική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης.
Δεν είναι δυνατό να επιστρέψουμε στο γνώριμο μέρος και πλαίσιο του Αντιρατσιστικού χωρίς να συζητήσουμε για την Υγεία, κυρίως τώρα που δεν είναι trendy και η κούραση κι η αδράνεια μετά την πανδημία μπορεί να επιτρέψει στην κυβέρνηση να αποτελειώσει τη δημόσια υγεία, να ισοπεδώσει οριστικά τον μηχανισμό που κράτησε με νύχια και με δόντια, με προσωπικό κόστος σε ψυχολογία, αλλά κι ανθρώπινες ζωές, την κοινωνία όρθια στις πιο σκοτεινές και φοβισμένες μέρες της πανδημίας. Αλλά, δεν γίνεται να μη δούμε και πώς οι αποκλεισμοί στη φάση αυτή, όσο κι αν έμοιαζαν καθολικοί, και πάλι έπληξαν περισσότερο τους πρόσφυγες, τις μετανάστριες.
Θα ήταν υποκριτικό να ξαναπιάσουμε την αρίθμηση των Φεστιβάλ και να μην κουβεντιάσουμε για το έμφυλο, για τις γυναικοκτονίες και τις κακοποιήσεις, για τις εμφανείς κι αθέατες ανισότητες, για τη δουλειά που πρέπει να κάνουμε για το ξερίζωμα της πατριαρχίας σε κάθε έκφραση της καθημερινότητάς μας, στους χώρους εργασίας, στον πολιτισμό, στο δημόσιο χώρο, αλλά και μέσα στο κίνημα. Είναι ανάγκη μας να συνεχίσουμε να αναζητούμε εργαλεία ενδυνάμωσης, αλλά και πρακτικές αλληλεγγύης προς τα θύματα της πατριαρχίας, να ψάξουμε πώς μπορούμε να σταθούμε χρήσιμοι κι όχι εμπόδιο στο πιο ενεργό ίσως χειραφετητικό κίνημα της περιόδου.
Με την ενεργειακή κι οικονομική κρίση, που ακολουθεί την υγειονομική, βρισκόμαστε μπροστά στην άμεση ανάγκη να ξαναπιάσουμε ζητήματα που φαίνονταν ίσως κάπως ξεχασμένα και ξεπερασμένα, αλλά ανακύπτουν με νέες, πιο επιθετικές μορφές. Η ακρίβεια κι η επισιτιστική επισφάλεια, η απέραντη δυσκολία στην αναζήτηση αξιοπρεπούς στέγης και στη διασφάλιση των ελάχιστων απαραίτητων της εποχής, η καθήλωση των μισθών κι η άνοδος του κόστους διαβίωσης, η φανερή, αλλά και η καλά κρυμμένη πίσω από δημιουργικούς δείκτες, ανεργία, απειλούν ένα αυξανόμενο πάλι κομμάτι της κοινωνίας και πλήττουν και πάλι περισσότερο τους αδύναμους, τις αποκλεισμένες, τις γυναίκες, τα λοατκι άτομα, τους νέους, τις μετανάστριες και τους πρόσφυγες.
Στην εποχή που τα καρότα σπανίζουν, τα μαστίγια σφυρίζουν. Τα χρόνια της διαχείρισης της πανδημίας, της οικονομικής ανασφάλειας, των πλατύτερων κοινωνικών αποκλεισμών, των αντεργατικών/ αντεκπαιδευτικών/ περιβαλλοντοκτόνων νόμων, δεν θα μπορούσαν να κυλήσουν χωρίς καταστολή, χωρίς περιστολή δικαιωμάτων, δίχως μέτρα περιορισμού κι αποκλεισμού, αλλά και δίχως και το αστυνομικό γκλομπ, που βγήκε αφειδώς σε πλατείες, σε συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες, στο ΑΠΘ. Θέλουμε, λοιπόν, να συζητήσουμε και για τα πρόσωπα της κρατικής καταστολής, για την τρομοκρατία δια της επικοινωνίας, την εκτροπή της κυβέρνησης ΝΔ, για την επιχείρηση συντηρητικοποίησης της κοινωνίας, για την ολιγαρχική επέλαση και τη φασιστική βία, για τις κυβερνητικές εντολές, τα υπουργικά ψέματα, το κρατικό ξύλο που τα συνοδεύει.